- προσκύρωση
- η / προσκύρωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [προσκυρῶ]πρόσθετη επιβεβαίωση, επικύρωσηνεοελλ.-μσν.(νομ.) η απονομή με δικαστική πράξη τής κυριότητας ενός πράγματος που ανήκει σε άλλοννεοελλ.(νομ. -πολεοδ.) αναγκαστική αφαίρεση οικοπέδου που μετά από ρυμοτομία δεν είναι πλέον άρτιο και οικοδομήσιμο και η προσάρτησή του σε κύριο γειτονικό ακίνητο.
Dictionary of Greek. 2013.